Η μεσαιωνική πόλη της Κέρκυρας, κλεισμένη στον περιορισμένο χώρο του Παλαιού Φρουρίου, άρχισε να επεκτείνεται σταδιακά από τον 13ο αιώνα πέρα από την τάφρο «Κόντρα Φόσα». Το 1516, επί Ενετών, λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχείς προόδους στη χρήση του πυροβολικού, ο επίπεδος χώρος στα δυτικά των επάλξεων, η σημερινή Σπιανάδα (Esplanade), εκκαθαρίστηκε μέχρι το σημερινό ανατολικό μέτωπο της πόλης, ώστε να παρέχει ελεύθερο πεδίο βολής για τα κανόνια του φρουρίου στην περίπτωση που επιτιθέμενοι θα προέλαυναν ως αυτό το σημείο, έχοντας κυριεύσει τα προάστια. Αρχικά ο ανοικτός και επίπεδος αυτός χώρος χρησιμοποιήθηκε κυρίως για στρατιωτικές ασκήσεις της φρουράς και, αργότερα, στη διάρκεια της Γαλλικής και της Βρετανικής περιόδου, και για άλλες δημόσιες εκδηλώσεις.
Από το 1865, μετά την Ένωση των Επτανήσων, ο Δήμος Κερκυραίων προχώρησε σε καλαίσθητη κηποτεχνική διαμόρφωση, δημιουργώντας τον σημερινό, εξαιρετικά ευχάριστο χώρο περιπάτου και άλλων εκδηλώσεων, με περίπτερο μουσικής στο κέντρο της Πάνω Πλατείας για τις τακτικές τους καλοκαιρινούς μήνες συναυλίες από τις τρείς μπάντες της πόλης. Η καταπράσινη και πολυσύχναστη αυτή πλατεία, πλαισιωμένη στο βορρά από τα επιβλητικά Παλαιά Ανάκτορα και στα δυτικά από το Λιστόν και το μέτωπο της παλιάς πόλης, περιλαμβάνει και μνημεία διαφόρων εποχών, ενώ είναι και η μεγαλύτερη σε έκταση πλατεία των Βαλκανίων.